- στένοικος
- -η, -ο, Νβιολ. (για οργανισμούς) αυτός που έχει περιορισμένο εύρος επιλογής βιοτόπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενόβιος — α, ο, Ν βιολ. στένοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + βουλος (< βουλή), πρβλ. υστερό βουλος] … Dictionary of Greek